- καλλιφύτων
- καλλίφυτοςbringing beauty to birthmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίφυτος — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 1.083 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 7 χλμ. ΒΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας. * * * καλλίφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ωραιότητα κατά τη… … Dictionary of Greek